Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

LoLa's Sundays No.88


Γιατί πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη- Ρέυμοντ Κάρβερ.










Tα διηγήματα του Κάρβερ ξεκινούν όλα σχεδόν με έναν εντυπωσιακό τρόπο. Δεν σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα το τέλος αλλά τι συμβαίνει κατά την διάρκεια.Οι αισθήσεις του συγγραφέα είναι ιδιαίτερα οξυμένες ως προς την λεπτομέρεια. Κι ι φαινομενικά αυτές λεπτομέρειες είναι  που θα προσδώσουν χρώμα και ύφος σε κάθε διήγημα. Και πόση έμφαση δίνεται στην σιωπή, στο κενό που υπάρχει μεταξύ διαλόγων!
Οι ήρωες του Κάρβερ έχουν υπόσταση, έχουν  όνομα. Αυτό που δεν έχουν είναι η εξωτερίκευση των σκέψεων τους , των συναισθημάτων τους. Ο λόγος δεν είναι με το μέρος τους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι μοναχικοί,τσακισμένοι, στα όρια του αλκοολισμού.
Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι είναι εκείνο των συνομιλιών. Λες και στέκεσαι εκεί μπροστά τους και παρακολουθείς τα σκαμπανεβάσματα, τις σιωπές, τις αντιδράσεις τους. Τέτοια η αμεσότητα. Ιστορίες καθημερινές, απλές χωρίς ρετουσάρισμα,

Δεν με ενδιαφέρουν τα έργα που είναι μόνο υφή και καθόλου σάρκα και αίμα.Ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα ή ένα ποίημα πρέπει να σου καταφέρνει κάποιες συναισθηματικές γροθιές. Μπορείς να ζυγίσεις ένα έργο από το πόσες δυνατές είναι οι γροθιές αυτές και με τι συχνότητα πέφτουν, λέει ο ίδιος.
Κι εγώ θα προσθέσω το εξής:

Να, λοιπόν γιατί πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για λογοτεχνία.




Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης
Εκδόσεις: Aπόπειρα.













Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

LoLa's Sundays No.87


Η Τριλογία της Νέας Υόρκης- Paul Auster












Tρεις ιστορίες, η Γυάλινη Πόλη, Τα Φαντάσματα και το Κλειδωμένο δωμάτιο συγκροτούν την Τριλογία της Νέας Υόρκης. Τρεις φαινομενικά αστυνομικές ιστορίες που διαπλέκονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους, τα μυστήρια των οποίων παραμένουν άλυτα καθώς οι άνθρωποι που καλούνται να τα εξιχνιάσουν  πέφτουν θύματα στις ίδιες τους τις παγίδες. Χώρος δράσης η Νέα Υόρκη που δε μοιάζει με τίποτα άλλο πάρα με ένα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες  που οι ήρωες του, κλειδαμπαρώνονται παίζοντας με τα είδωλά τους.
 Στην Γυάλινη Πόλη ο Κουίν(συγγραφέας) καλείται να υιοθετήσει μιαν άλλη ταυτότητα εκείνη του ντετέκτιβ. Ένα λάθος τηλεφώνημα στάθηκε αρκετό να μετατραπεί η ζωή του σαν εκείνη των ηρώων του. Ο συγγραφέας μετατρέπεται σε μυθιστορηματικό ήρωα. Τα ερωτήματα που γεννούνται πολλά , από κάποια στιγμή και μετά στην ιστορία οι ταυτότητες μπερδεύονται, το πραγματικό με το επινοημένο είναι δυσδιάκριτο.
Στην δεύτερη ιστορία ο Μπλου προσλαμβάνεται από τον Γουάιτ να παρακολουθήσει τον Μπλακ. Δυο σπίτια αντικριστά που το ένα παρακολουθεί νυχθημερόν το άλλο, δίχως να γνωρίζει ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Τέλος στο Κλειδωμένο Δωμάτιο, ο ήρωας αναλαμβάνει να εκδώσει το έργο ενός παλιού του φίλου που έχει εξαφανιστεί δίχως ίχνη και όλοι τον θεωρούν νεκρό. Μόνο που ο Φάνσοου ζει. Ο ίδιος μαεστρικά καθοδηγεί τις ζωές των άλλων.
Σε αυτή την ιστορία περιγράφεται και η σχέση του συγγραφέα με τον εκάστοτε μυθιστορηματικό πρόσωπο που πλάθει, την πράξη συγγραφής την ταύτιση. Πως ο συγγραφέας θα χάσει τον εαυτό του για να ζήσει έστω και για λίγο στο δέρμα του ήρωα που δημιουργεί.

Τρεις ιστορίες που κινούνται στο ίδιο μοτίβο. Στις δυο πρώτες ο Όστερ κρύβεται ενώ στην τρίτη αποκαλύπτεται.Τόσα πρόσωπα που καταλήγουν να γίνουν ένα και να ξανά διαλυθούν με τα κομμάτια τους εδώ κι εκεί. Ερωτήματα μένουν αναπάντητα, ποιος άλλωστε είναι ικανός να απαντήσει σε ερωτήματα υπαρξιακά ίσως που γεννιούνται πίσω από τις λέξεις του Όστερ. Τα πράγματα συμβαίνουν απλά γιατί συμβαίνουν. Οι ερωτήσεις που πρέπει να τεθούν πρέπει να είναι ακριβείς. Η ιστορία τότε θα αρχίζει να βγάζει  νόημα.
 Πρώτη φορά βυθίζομαι στον Οστερικό κόσμο και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία.




Μετάφραση : Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις : Μεταίχμιο

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Όταν όλα καταρρέουν- Νικόλ Κράους.











Ένα γραφείο, ένα ογκώδες γραφείο με δεκαεννέα συρτάρια ο βασικός πυρήνας γύρω από το οποίο περιστρέφεται η πλοκή του μυθιστορήματος της Κράους. Θα αλλάξει τέσσερα χέρια, θα ακολουθήσει τέσσερις διαδρομές για να καταλήξει εκεί που θα έπρεπε εξαρχής να βρίσκεται, για να αναπαραστήσει την ζωή μιας οικογένειας που έχει χαθεί εδώ και καιρό, χρόνια.
Το γραφείο θα καθορίσει την ύπαρξη των ηρώων, θα υπάρξει για να φωνάζει περίτρανα το παρελθόν κάνοντας το παρόν να φαντάζει χλωμό στην σκιά του.
 Ένας χιλιανός ποιητής που θα βρει άδοξο τέλος πέφτοντας στα χέρια της αστυνομίας του Πινοσέτ, μια συγγραφέας η οποία ζει απομονωμένη στην Νέα Υόρκη, ένας γονιός στην Ιερουσαλήμ που παλεύει χρόνια να βρει ένα τρόπο να επικοινωνήσει με τον απομακρυσμένο γιο του, ένας αντικέρ που ταξιδεύει για να βρει αντικείμενα που έχουν χαθεί, έχουν βίαια αποσπαστεί από τους ιδιοκτήτες κουβαλώντας και τα δυο παιδιά του εδώ κι εκεί, τέλος ένα ζευγάρι που θα πέσει θύμα του Αλτσχάιμερ (η σύζυγος) κι ένα μυστικό θα αποκαλυφθεί στο τέλος.
Τέσσερις ιστορίες πο η σύνδεσή τους αχνοφαίνεται, ιστορίες καθόλου όμορφες, οι ήρωες βρίσκονται στα όριά τους, παλεύουν με το παρελθόν την μοναξιά, την θλίψη. Αυτοτιμωρούνται επιλέγουν τον πόνο αντί ζωής.
Η αφήγηση της Κράους σε καθηλώνει. Μια πρόταση κλείνει και πάντα αρχίζει μια άλλη. Δεν έχει σημασία αν θα ξεκινήσει εκεί που είχε μείνει η προηγούμενη , σημασία έχει ο τρόπος που θα κολλήσει και θα οδηγήσει στην επόμενη και στην επόμενη...
Κι αυτό κάνει η Κράους στο μυθιστόρημα αυτό, οι λέξεις κολλούν η μια πάνω στην άλλη σαν μαγνήτες  κι εσύ πάνω σε αυτές.




Μετάφραση : Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις : Μετάιχμιο



Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

LoLa's Sundays No.85












Kοιτάζω την οθόνη ο κέρσορας αναβοσβήνει. Πάει καιρός σκέφτομαι. Από την τελευταία φορά έχουν συμβεί πολλά , παλιές πόρτες έκλεισαν κάποιες άλλες άνοιξαν, οι ρυθμοί διαφοροποιήθηκαν , η παλιά μου ιδιότητα αντικαταστάθηκε από κάποια άλλη κι εγώ δεν πήρα χαμπάρι. Τα πάντα τρέχουν κι εγώ ακούω τον ήχο των βημάτων που προσπαθώ να ακολουθήσω.
Δέκα χρόνια σπαταλήθηκαν. Υπήρχα μόνο για να παράγω, πληκτρολογώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα μέχρι τα δάχτυλά μου να πάρουνε φωτιά. Ανοιγόκλεινα το στόμα και σκορπούσα χαμόγελα σαν χάννος σε κάθε δηλητηριασμένη φάτσα που συναντούσα εντός κι εκτός γραφείου. Κοιμόμουν και ξυπνούσα  με μουδιασμένα δάχτυλα και πρησμένα πόδια, ονειρευόμουν κουμπιά και πουλούσα τον χρόνο μου επί πιστώσει.
Προσβολές και ταπεινώσεις, και κάθε φορά προσπαθούσα να ανοίξω το στόμα να ξεράσω όλον τον οχετό που είχε μαζευτεί,να αποτινάξω από το λαρύγγι μου όλο το πύον, να καθαρίσει ξανά.Το ξανάκλεινα κανένας ήχος δεν έβγαινε παρά μόνο κουνούσα το κεφάλι, μούδιαζα ολόκληρη, και ξαναγυρνούσα στην θέση μου , στο μικροσκοπικό βασίλειό μου.


''Τι θες και τρώγεσαι με τα ρούχα σου;'' με ρωτάει
''Καλά'' του απαντάω.
 Το αφήνω στην άκρη. Έχει δίκιο σκέφτομαι.
''Χαμογέλα'', λέει.
 Χαμογελάω.

Πάνε αυτά πέρασαν.