Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ- Ενρίκε Βίλα-Μάτας.






O Eνρίκε Βίλα-Μάτας μετακομίζει στο περιβόητο Παρίσι με μοναδικό σκοπό να γράψει. Με την κινητή γιορτή του Χέμινγουεϊ υπό μάλης αυτοεξορίζεται και αναζητά να βρει αυτό που όλοι βρίσκουν εκεί, αναζητά τον τρόπο να ιδρώνει μελάνι ακατάπαυστα όπως  τόσοι και τόσοι μεγάλοι συγγραφείς που πέρασαν από εκεί, από το Παρίσι που ποτέ δεν τελειώνει.

 Νοικιάζει την σοφίτα της Ντυράς κατατάσσεται στους καταστασιακούς αποκτά και γραφείο, τώρα ναι μάλιστα είναι έτοιμος να γράψει. Τι να γράψει όμως δεν έχει ιδέα. Η Ντυράς του δίνει ένα χαρτάκι με 13 οδηγίες που κουβαλάει πάντα στην κωλότσεπη του, 13 οδηγίες που προσπάθησε να αποκωδικοποιήσει, οδηγίες που θα τον μετέτρεπαν σε τρανό συγγραφέα. Άσ' τα, χέσ' τα.

Σουλατσάροντας στα μαύρα, με γυαλιά ψεύτικα και πίπα α λα Σαρτρ, κουβαλώντας και κάποιο καταραμένο ποιητή, έμπαινε στο ρόλο του πιο πολύ, στο ρόλο του συγγραφέα εκείνου που τριγυρίζει παρατηρώντας έχοντας και ένα μπλοκάκι από κοντά για δήθεν σημειώσεις. Πόσο γούσταρε την προσποίηση αυτή. Ο ρόλος του τελείωνε με το που καθόταν  στην γραφομηχανή, τότε μόνο κοπιάροντας και ράβε ξήλωνε έγραφε και καμιά παράγραφο για την Πολυμαθή δολοφόνο(πρώτο του βιβλίο 1977). Αυτή ήταν όπως λέει και ο ίδιος η πρώτη του νεκρώσιμη λογοτεχνική εμφάνιση.
Στάζοντας θλίψη, ζούσε σε μια μόνιμη απελπισία. Έτσι φανταζόταν ότι πρέπει να ζει ένας συγγραφέας σαν και του λόγου του.
Γνωρίζει διάφορους αρτίστες, αρχίζει την λογοτεχνική του εκπαίδευση. Αρχίζει και διαβάζει , ανακαλύπτει τον Μπόρχες, προσπαθεί να καλύψει το κενό. Πρέπει να γράψει. Όλη του η μοναξιά, η απελπισία, οι διάφορες συζητήσεις, συναντήσεις με μποέμ κινηματογραφιστές, ηθοποιούς, ποιητές,  δεν του απέφεραν τίποτα, τίποτα  που να τον κάνουν να γράψει.
Βρισκόταν στο κέντρο του κόσμου κι έπληττε.
Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ ένας συνδυασμός αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας απολαυστικότατος. Ο Μάτας  απομυθοποιεί, ειρωνεύεται, παίζει με τις λέξεις.

Τα ονόματα που παρελαύνουν εδώ μέσα είναι πολλά, η ανάγκη για σημειώσεις απαραίτητες. Μαλαρμέ, Περέκ, Λωτρεαμόν, Ναμπόκοφ, Ντεμπόρ, Θερνούδα, Γκιγιέν, Μαν, Μίλερ, Θορώ και πάρα πολλοί ακόμη που σε κάνουν να θέλεις να διαβάσεις και να διαβάσεις μπας και καλύψεις αυτό το ρημαδιασμένο το κενό.
 Εγώ πάντως επέλεξα τον Περέκ για αρχή.

Εκδόσεις Κατανιώτη
Μετάφραση Ναννά Παπανικολάου.

Κλέφτης Ύδατος.





                                                              Κλέφτης Ύδατος.


Να που πέρασε κι άλλη μια μέρα έτσι δεν είναι; Πλήρους ακινησίας, στείρα αισθήσεων. Είναι και αυτή μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέρα που διαδέχτηκε την προηγούμενη και θα παραχωρήσει την θέση της στην επόμενη δίχως να αλλάξει κάτι, δίχως να προστεθεί η να αφαιρεθεί τίποτα, πανομοιότυπες τόσο που με μπερδεύουν έχω χάσει πια το μέτρημα δεν ξέρω ποια είναι η Τρίτη και ποιο το Σαββατοκύριακο, έχω παραιτηθεί από το μέτρημα δεν μου είναι χρήσιμο καν ,είμαι κλεισμένη εδώ μέσα σε αυτό το δωμάτιο που ο χρόνος δεν το αγγίζει, ανέπαφο από τις ουλές και την ασχήμια που αφήνει πίσω του. Κι εγώ στην μέση του δωματίου παραδομένη στην ακαμψία να παρατηρώ τον χώρο, που μοιάζει να στενεύουν τα όριά του, θολώνουν τόσο που ξεχνώ που βρίσκομαι, άλλοτε χρειάζεται να παραμείνω αρκετά στην ίδια θέση, να μπούνε όλα σε σειρά, να ξεκαθαρίσουν να πάρουν μορφή, την ίδια άκομψη μορφή.

Άλλη μια μέρα πέρασε κι εγώ είμαι ακόμη εδώ να κοιτώ το δωμάτιο, σε πλήρη ακινησία να κοιτώ την ζωή που περνάει που πέρασε κι αυτή που θα έρθει να με βρει πάλι εδώ σε αυτό το δωμάτιο, ζώντας σε αναμνήσεις δανεικές σε ένα παρελθόν μακρινό που δεν ξέρω πλέον καν αν είναι δικό μου. Έχει περάσει καιρός και προσπαθώ να το κρατήσω ζωντανό με νύχια και με δόντια , το παρελθόν μου είναι το μόνο που έχω ,το μόνο που είχα, το παρόν δεν υπάρχει κολλημένη εδώ μέσα σε αυτό το δωμάτιο που άλλοτε οι τοίχοι του με πνίγουν και άλλοτε με κρατούν τρυφερά, με προστατεύουν.

Τριγύρω μου αντικείμενα σε απόλυτη τάξη άνευ σημασίας και χρησιμότητας με άκρως αναγκαία την παρουσία τους στο χώρο, πιο δίπλα βιβλία με σημειώσεις παντού κάποτε υπήρχε ζωή εδώ μέσα δεν ξέρω που πήγε δεν ξέρω πως χάθηκε. Κάνω να κουνηθώ να πιάσω ένα βιβλίο αλλά οι λέξεις δεν υπάρχουν εδώ έχουνε φύγει, στην σελίδα βρίσκονται διάσπαρτα γράμματα δεν ξέρω τι θέλουν να πουν έχουν χάσει τον δρόμο τους, το αφήνω δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

Άλλη μια μέρα πέρασε αφήνοντας μου την πικρία της, η σκιά της με πνίγει με βαραίνει δεν μπορώ θέλω να πάρω αέρα. Κάνω να ανοίξω το παράθυρο δεν μπορώ οι δυνάμεις μου με έχουν εγκαταλείψει, ξανά κάθομαι. Ο χρόνος περιπλανιέται στο δωμάτιο με κοιτάζει και μου γελάει ειρωνικά ,γελάει δυνατά δεν μπορώ να ακούσω κλείνω τ’ αυτιά μου με δύναμη δεν μπορώ τον ακούω ακόμη το γέλιο του είναι δυνατό εκνευριστικό ,μου κάνει την χάρη σταματάει κάθεται απέναντι μου και με κοιτάζει περίεργα με επεξεργάζεται, δεν ξέρω τι περιμένει ,τι θέλει από εμένα.

Άλλη μια μέρα πέρασε και προσπαθώ να σκεφτώ να θυμηθώ ,δυσκολεύομαι όλα γίνονται θαμπά, άοσμα, σαν σε όνειρο πόσος καιρός έχει περάσει, πόσο καιρό είμαι εδώ; Πρέπει να θυμηθώ πρέπει να κουνηθώ, θύμησες έρχονται και φεύγουν άχρωμες συγκεχυμένες τίποτα ξεκάθαρο, τίποτα οικείο . Πανικοβάλλομαι κάνω να σηκωθώ να πάρω ένα τσιγάρο πρέπει να ηρεμήσω πρέπει να θυμηθώ…Και ο χρόνος εξακολουθεί να με κοιτάζει ειρωνικά χαμογελάει επιδεικτικά .Του γυρίζω την πλάτη πρέπει να συγκεντρωθώ.

Ανάβω το τσιγάρο και η γαλήνη ξαφνικά απλώνεται σε όλο το δωμάτιο τα πάντα γίνονται οικεία ζεστά, απολαμβάνω την στιγμή προσπαθώ να την συγκρατήσω θα φύγει κι αυτή θα με αφήσει μόνη μέσα σε αυτό το δωμάτιο, εικόνες ξεχύνονται μπροστά μου να τες εμφανίζονται δεν ξέχασα θυμάμαι ζω ξανά ζω μέσα τους, νιώθω ναι νιώθω όμορφα, στροβιλίζονται στον αέρα έτοιμες να με καταπιούν, και ξαφνικά το δωμάτιο πάλι απλώνεται μπροστά μου. Γιατί βρίσκομαι εδώ τι έγινε;

Άλλη μια μέρα πέρασε κι εγώ εδώ περιμένω, κατασκευάζοντας εικόνες, πρόσωπα, περιμένοντας, να φανείς να με βγάλεις από αυτό το δωμάτιο, να μου χαρίσεις μια στιγμή να με συνεφέρεις να με μαζέψεις από εδώ κι από εκεί ,για να συνεχίσω. Ο χρόνος γίνεται ακόμη πιο απειλητικός κάθεται αντίκρυ μου νιώθω την ανάσα του στο πρόσωπό μου, με ακουμπάει αφήνει τα σημάδια του επάνω μου, αργά ήρεμα νωχελικά.

Άλλη μια μέρα πέρασε και το κενό συσφίγγεται ολοένα και πιο έντονα γύρω μου, ωθώντας με πιο μακριά από το δωμάτιο ,κι εσύ απομακρύνεσαι ,χάνεσαι το ομοίωμα σου γίνεται ψυχρό, ξένο, σχεδόν αποκρουστικό. Πρέπει να σηκωθώ ,να αντισταθώ, μα ο χρόνος δεν με αφήνει με κρατάει εδώ, γίνομαι έρμαιό του.

Άλλη μια μέρα πέρασε κι όλα χάθηκαν κι εγώ μέσα σε αυτή, περιμένοντας, σβήνοντας πέφτοντας στην λήθη περιμένοντας την επόμενη μα τι λέω…

Δεν θα υπάρξει.


















Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

O Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον- Richard Bach.



H ιστορία του Ιωνάθαν, η ιστορία ενός γλάρου  γνώρισε την απόρριψη 18 φορές πριν εκδοθεί. Μια ιστορία που έχει σχολιαστεί σαν μαρξιστικό παραμύθι από την μια σαν μια βρώμικη ιστορία από την άλλη, μια ιστορία που πουλάει σαν τρελή, ακόμη και είκοσι χρόνια μετά.

 Γεννιόμαστε πανομοιότυποι. Έτσι ξεκινάμε όλοι μαζί με δυο μάτια, μάγουλα, πόδια χέρια καμία διάκριση κανένας διαχωρισμός. Έπειτα στην πορεία από την μια ο χρόνος, από την άλλη ετούτο κι εκείνο και κάπως έτσι ξεκινά η κατηγοριοποίηση μας, ο διαχωρισμός, η κατάταξη του καθενός. Ο Ιωνάθαν,ένα πουλί, ξεχώρισε αμέσως από το υπόλοιπο Σμήνος. Αψήφησε τους Νόμους των πτηνών, απομακρύνθηκε ζητούσε περισσότερα, διψούσε για γνώση, για ελευθερία. Το αποτέλεσμα, ο διωγμός του. Ατίμωση, ντροπή είπαν οι μεγάλοι.
 Παρέμεινε πιστός μέχρι το τέλος στην απόφαση που είχε πάρει να αγγίξει την τελειότητα, να μάθει όσο το δυνατόν μπορούσε να μάθει, τα κατάφερε. Επιστροφή, στο τέλος. 
Δικαίωση.

Σβήνω και γράφω εδώ και κάμποση ώρα προσπαθώντας να γράψω τις κατάλληλες λέξεις εκείνες που θα μπορούσαν να αποτυπώσουν στο ελάχιστο, αυτό που νιώθω κάθε φορά που διαβάζω τούτη εδώ την ιστορία... Μάταια. Κανένα νόημα, παρά μόνο κλισέ  για την επιμονή την τόλμη, μπλα μπλα μπλα.

 Mια πρόταση του Μπλανσό  γυροφέρνει στο μυαλό  '' με κάνει να θέλω να αγγίζω περισσότερο το έξω''.
Ναι αυτό είναι, το βρήκα.



Μετάφραση : Γ. Κυπραίος
Φωτογραφίες : Russel Munson
Εκδόσεις :Διόπτρα.