Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα ότι ένα από τα κορίτσια, όταν δεν ήταν πια κορίτσι και είχε πρόσφατα επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της, μπήκε στο μπάνιο, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, άνοιξε την μπλούζα της, έβγαλε το σουτιέν και σημάδεψε την καρδιά της με την κάννη του πιστολιού του πατέρα της, ο οποίος βρισκόταν στην τραπεζαρία με κάποια από τα μέλη της οικογένειας και τρεις καλεσμένους. Όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός, πέντε λεπτά περίπου από τη στιγμή που το κορίτσι είχε φύγει από το τραπέζι, ο πατέρας δεν σηκώθηκε αμέσως, αλλά έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σαν να είχε παραλύσει, με το στόμα γεμάτο, χωρίς να τολμάει ούτε να μασήσει ούτε να καταπιεί ούτε, πόσο μάλλον, να φτύσει την μπουκιά στο πιάτο· κι όταν επιτέλους σηκώθηκε και έτρεξε στο μπάνιο, εκείνοι που τον ακολούθησαν, είδαν πως, ενώ ανακάλυπτε το αιμόφυρτο σώμα της κόρης του κι έκρυβε μες στα χέρια του το κεφάλι του, συνέχιζε να περνάει την μπουκιά του κρέατος από τη μία στην άλλη πλευρά του στόματος, μην ξέροντας τι να την κάνει.
Μια αυτοκτονία η αρχή του μυθιστορήματος αυτού. Η αυτοκτονία
μιας νιόπαντρης που μόλις έχε επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι, πράξη όχι και τόσο
αναμενόμενη, πράξη που συνέβη στο παρελθόν πολλά χρόνια πριν, μια ιστορία που περιμένει
να ειπωθεί, λέξη- λέξη να αναδυθεί, οι φωτογραφίες στον τοίχο να ξανακερδίσουν
τον παρατηρητή, πράξη που επιζητά την προσοχή, το παρελθόν να γίνει για λίγο
παρόν.
Ο Χουάν μεταφραστής/διερμηνέας παντρεύτηκε μόλις την συνάδερφό του Λουίσα. Προαισθήματα
καταστροφής κάνουν την εμφάνισή τους από την πρώτη κιόλας μέρα, ο έγγαμος βίος
τον φοβίζει, το μέλλον του έχει πια δεσμευθεί. Θα πάνε στην Αβάνα για ταξίδι
του μέλιτος και θα γίνουν άθελά τους μάρτυρες μιας συζήτησης εραστών που μένουν
στο διπλανό δωμάτιο. Οι λέξεις δεν τους αφήνουν
ήσυχους τους καταδιώκουν, δεν μπορούν να αντισταθούν ενδίδουν στον ήχο τους.
Την ιστορία αυτή θα την κουβαλάει μαζί του ο Χουάν, θα
προστεθούν κι άλλες, ιστορίες που δεν θέλει να μάθει, ο κάματος των λέξεων αναπόφευκτος.
Υποψίες, ο γάμος , η αυτοκτονία, ένας φόνος, σκέψεις ,μυστικά που μένουν αμετάφραστα,
ιστορίες, πλήθος πληροφοριών που μπλέκονται με την πρωταρχική.
Είναι τέτοια η έλξη που προκαλούν οι λέξεις του Μαρίας, τέτοια
η δύναμή τους, που κλείνοντας κάθε φορά το βιβλίο, μένεις για λίγο εκεί ακούνητος
στην θέση σου και περιμένεις. Περιμένεις να χωνέψεις αυτό που μόλις διάβασες,
περιμένεις να συνέρθεις. Ακολουθίες λέξεων να εμφανίζονται ξανά και ξανά, ολόκληροι
παράγραφοι ξανά και ξανά, πανέμορφες λέξεις, λέξεις βαλμένες στην σωστή σειρά. Λέξεις
που άπαξ και διαβαστούν θα σε αλλάξουν δια παντός.
Τις τελευταίες σελίδες τις διάβασα στο σταθμό, κλείνοντας το
βιβλίο το μόνο που ήθελα ήταν να κλάψω, να κάνω κάτι να μου φύγει όλη αυτή η
συσσωρευμένη ένταση υποθέτω. Μπήκα στο λεωφορείο και κοίταζα σαν χάνος έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουν
τον Χουάν, την Λουίσα, την Μπέρτα, τον Μπίλ, τον Ράνθ και την Γκλόρια και τους άλλους
και τον Μαρίας για πέντε ώρες.
Και το μόνο ερώτημα που γυρόφερνε στο μυαλό μου :
Και τώρα τι;
Μετάφραση : Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις : ΣΕΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου