Κατά μόνας
Αντρές Νέουμαν
Μια οικογένεια, τρία πρόσωπα.Τρεις σπαραχτικοί εναλλασόμενοι μονόλογοι συνθέτουν τούτο εδώ το αφήγημα.
Ο Μάριο,πατέρας, αργοπεθαίνει.Μέσα από το νοσοκομείο μαγνητοφωνεί, κατασκευάζει αναμνήσεις για να ακούσει ο γιος του όταν μεγαλώσει. Το ατύχημα να γνωρίζεις το μέλλον,το τέλος που πλησιάζει. Καθισμένος στο κρεβάτι μόνος, βλέπει τον εαυτό του να μαραζώνει, να συρρικνώνεται δεν μπορεί να κάνει κάτι , απλά περιμένει...χορεύοντας στο ρυθμό του εκκρεμούς.
Ο Λίτο ,γιος, γράφει μια έκθεση για το πρώτο και τελευταίο ταξίδι με τον πατέρα του και τον Πέδρο(νταλίκα).Νιώθει μεγάλος είναι μόλις δέκα μπορεί να κάνει τα πάντα, είναι έτοιμος ακόμη και να κάνει καλά τον καιρό. Είναι ευτυχισμένος δεν γνωρίζει,δεν φαντάζεται τι έρχεται.
Η Έλενα, μητέρα,μένει μόνη πίσω στο σπίτι πενθώντας για τις μέρες που έρχονται.Διαβάζει συνεχώς υπογραμμίζει, βρίσκει πως είναι όλα είναι γραμμένα γι' αυτήν. Κρατά ημερολόγιο καταγράφει τις σκέψεις της ατόφιες, σκέψεις σκληρές, ανομολόγητες για την απώλεια της σεξουαλικότητας, για την απώλεια της ζωής του Μάριο αλλά και την δική της,το μέλλον της εκτρωματικό.
Η γραφή του Νέουμαν εκπληκτική, μαγευτική.Η θλίψη να στάζει από παντού όχι γιατί είναι κύριο μέλημά του, όχι δεν είναι.Ο θάνατος, η απώλεια ,ο χρόνος είναι αυτά που την προκαλούν.
Η ζωή κάποιου τελειώνει, αυτό που δεν τελειώνει όμως είναι η απόγνωση, η θλίψη αυτή δεν γνωρίζει τον θάνατο, δεν γνωρίζει τον ύπνο. Μπορεί να ξεθωριάσει, μπορεί να ηρεμήσει αλλά θα βρίσκεται πάντα εκεί, έτοιμη να επέμβει, να σε αλλοιώσει αλλάζοντάς σου σχήμα και να σε επαναφέρει χαλασμένο, λάθος συναρμολογημένο.
Η απώλεια για τον έρωτα, για την αγάπη. Η φθορά βέβαιη. Μια λεπτή γραμμή μεταξύ αγάπης και προδοσίας που εύκολα την περνάς, σε μυρμηγκιάζουν οι τύψεις, επιστρέφεις συνεχίζεις, αλλοιώνεσαι ξανά αλλάζεις σχήμα.Ο καθένας μόνος. Έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα είναι.Τίποτα που να μπορεί να το αλλάξει.
Η μετάφραση εκπληκτική πως θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι Αχιλλέας Κυριακίδης είναι αυτός.
'' Όταν βλέπω δύο ανθρώπους να φιλιούνται, νομίζοντας ότι αγαπιούνται, νομίζοντας ότι η αγάπη τους θα κρατήσει, ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον εν ονόματι ενός ενστίκτου στο οποίο δίνουν μεγαλόπρεπα ονόματα, όταν τους βλέπω να χαϊδεύονται μ' αυτή τη νοσηρή λαχτάρα, μ΄αυτή τη προσδοκία να συναντήσουν κάτι κρίσιμο στο δέρμα του άλλου, όταν βλέπω τα στόματά τους να κολλάνε μεταξύ τους, τις γλώσσες τους να μπλέκονται, τα φρεσκολουσμένα μαλλιά τους, τ΄άναρχα χέρια τους, τα υφάσματα που αγγίζονται κι ανασηκώνονται σαν τη πιο ρυπαρή αυλαία, το αγχώδες τικ των γονάτων που ξεπηδούν σαν ελατήρια, τα φτηνά κρεβάτια, τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής που αργότερα θα τα θυμούνται σαν παλάτια, όταν βλέπω δυο ηλίθιους να εκτονώνουν ατιμώρητα τον πόθο τους στο φως της μέρας σαν να μην τους έβλεπα, δεν αισθάνομαι μόνο ζήλια. Τους λυπάμαι κιόλας. Λυπάμαι το σάπιο μέλλον τους.Τότε σηκώνομαι, ζητώ το λογαριασμό και τους στέλνω ένα λοξό χαμόγελο, σαν να επέστρεφα από έναν πόλεμο που εκείνοι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι είχε ξεσπάσει.''
Εκδόσεις Opera
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου